- καλλιπόλεως
- καλλιπόλεω̆ς , καλλίπολιςfair cityfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek
Κυδώνης — Επώνυμο οικογένειας λογίων και πολιτικών της υστεροβυζαντινής περιόδου. 1. Δημήτριος (Θεσσαλονίκη 1324; – Βενετία ή Κρήτη 1397/8). Πολιτικός, θεολόγος και συγγραφέας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, έλαβε επιμελημένη μόρφωση και έδειξε την… … Dictionary of Greek
Μενηίδος, δήμος — Νέος δήμος (5.493 κάτ.) του νομού Πέλλης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Ανύδρου, Καλής, Καλλιπόλεως, Κρανέας, Μανδάλου και Προφήτου Ηλιού, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο… … Dictionary of Greek